παρεξελών

παρεξελών
παρά-ἐξαιρέω
take out
aor part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεξαιρώ — έω, ΜΑ [εξαιρώ] 1. βγάζω κάτι από τη μέση, εξάγω, αφαιρώ («μίαν μακράν [συλλαβήν] παρεξελών», Τζέτζ.) 2. μέσ. παρεξαιροῡμαι λαμβάνω με εκλογή, εκλέγω και παίρνω («παρεξελόμενοι οἰκήματα εἰς ἀπόθεσιν τῶν σκευῶν») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”